ἀμπελοτόμος

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοτόμος: -ον, ὁ τὴν ἄμπελον τέμνων, Ἡσύχ. ἐν λέξει βίσβη.

Spanish (DGE)

-ον
δρέπανον ἀ. podadera, SEG 4.648.11 (II a.C.), Hsch.s.u. βίσβης.