ἀμπελόπρασον

English (LSJ)

τό, wild leek, Allium Ampeloprasum, Dsc.2.150, Did. ap. Ath.9.371f.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. ajopuerro o puerro silvestre, Allium ampeloprasum L., Did.Fr.Lex.5.31 p.51, Dsc.2.150, Plin.HN 24.136, Gal.6.659, Moer.114, Hdn.Gr.1.376, Hsch., Hippiatr.Cant.71.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελόπρασον: τό, ἀγριόπρασον, κοινῶς «πρασουλίδα» ἢ «πρασιλίθρα» Λατ. allium ampeloprasum, Διοσκ. 2. 180, Ἀθήν. 371F: ὁ Μοῖρις σ. 115 λέγει: «γηθυλλίς, Ἀττικῶς· ἀμπελόπρασον, Ἑλληνικῶς.»