ἀμπελώδης

English (LSJ)

ἀμπελῶδες, rich in vines, Poll.1.228, Hsch. s.v. οἰνάδες.

Spanish (DGE)

-ες rico en vides Poll.1.228, Hsch.s.u. οἰνάδες.

German (Pape)

[Seite 129] rebenreich, ὄρη Poll. 1, 228.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης ἀμπέλων, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, Πολυδ. 1. 228.