[Seite 129] s. ἀναπάλλω.
part. ao.2 épq. de ἀναπάλλω.
ἀμπεπαλών: эп. part. aor. 2 к ἀναπάλλω.
ἀμπεπαλών: ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
see ἀναπάλλω.
ἀμπεπαλών: Επικ. αντί ἀναπεπαλών, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.