Ep. for ἀναπνέω.
v. ἀναπνέω.
poét. c. ἀναπνείω.
ἀμπνείω: Ἐπ. ἀντὶ ἀναπνέω.
ἀμπνείω: Επικ. αντί ἀναπνέω.