ἀμπνείω

English (LSJ)

Ep. for ἀναπνέω.

Spanish (DGE)

v. ἀναπνέω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀναπνείω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπνείω: Ἐπ. ἀντὶ ἀναπνέω.

Greek Monotonic

ἀμπνείω: Επικ. αντί ἀναπνέω.