ἀμυγδάλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀμυγδάλη, Hp.Morb.2.64.

Spanish (DGE)

-ου, τό almendrita Hp.Morb.2.6.4.

German (Pape)

[Seite 130] τό, dim. von ἀμυγδάλη, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀμυγδάλη, Ἱππ. 484. 10.

Greek Monolingual

ἀμυγδάλιον, το (Α) [υποκορ. του ἀμυγδάλη
αμυγδαλάκι.