ἀμφέσταν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl.ao.2 épq. de ἀμφίστημι.

Greek Monotonic

ἀμφέσταν: ἀμφ-εστᾱσι, γʹ πληθ. αόρ. βʹ και παρακ. του ἀμφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέσταν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к ἀμφίστημι.