v. ἀμφιχέω.
ἀμφέχῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἀμφιχέω.
ἀμφέχῠτο: 3 л. sing. aor. med. к ἀμφιχέω.