ἀμφέχυτο

French (Bailly abrégé)

v. ἀμφιχέω.

Greek Monotonic

ἀμφέχῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἀμφιχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέχῠτο: 3 л. sing. aor. med. к ἀμφιχέω.