later for ἀμπέχω.
v. ἀμπέχω.
ἀμφέχω: ἴδε ἐν λ. ἀμπέχω.
ἀμφέχω: Anth. = ἀμπέχω.
Ap.Rh. 1.324 und Qu.Sm., = ἀμπέχω.