ἀμφίετες

English (LSJ)

Adv. = ἀμφιετεί (year by year), Moer. 45.

Spanish (DGE)

adv. anualmente Moer.45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίετες: ἐπίρρ., (ἔτος) = κατ’ ἔτος, ἐτησίως, Μοῖρις ἔκδ. Πιερσ. σ. 45.

German (Pape)

(ἀμφιετής) jährlich.