ἀμφίκουρος

English (LSJ)

ἀμφίκουρον,
A lopped of its branches, κορμός S.Fr.821.
2 shorn on both sides, Hsch., Phot.p.102 R.
II seized by men on either side, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desprovisto de su follaje κορμός S.Fr.821.
2 recortado por ambos lados Hsch.
II apresado por dos hombres Sud.

German (Pape)

[Seite 140] ringsum geschoren, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκουρος: -ον, «ὁ ἑκατέρωθεν κεκαρμένος», Ἡσύχ.· ἴδε περίκουρος.

Greek Monolingual

ἀμφίκουρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ο κομμένος και από τις δύο πλευρές
αρχ.
(για κορμό δέντρου) αυτός, του οποίου τα κλαδιά έχουν αποκοπεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κουρος < κουρά].