ἀμφίτυπος

German (Pape)

[Seite 145] von beiden Seiten treffend, zweischneidig, βουπλήξ Qu. Sm. 1, 159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτυπος: -ον, (τύπτω, τῠπεῖν) = δίστομος, δίκοπος, Κόϊντ. Σμ. 1.159.