ἀμφιθύσανος

English (LSJ)

ἀμφιθύσανον, fringed all alout, πρόσλημμα GDI5702 (Samos).

Spanish (DGE)

-ον bordeado de flecos πρόσλημμα GDI 5702 (Samos).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθύσανος: θυσανωτὸς πανταχόθεν, πρόσλημμα τῆς θεοῦ παραλοργὲς ἀμφιθύνασον [346. 45] Ἐπιγρ. Ἰων. Bechtel 22022.