ἀμφιλόγως

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀμφιλέκτως.
Étymologie: ἀμφίλογος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλόγως: Aesch. = ἀμφιλέκτως.

Spanish

dudosamente