ἀμφισβητητέον

English (LSJ)

verb. Adj. one must argue against, τοῖς εἰρημένοις Arist.EN1113b17; cf ἀμφισβητέω 1.4.

Spanish (DGE)

hay que contradecir c. dat. εἰρημένοις Arist.EN 1113b17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβητητέον: ῥηματ. ἐπιθ., δεῖ ἀμφισβητεῖν, πρέπει νὰ φέρῃ τις ἀντιρρήσεις, τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 5· πρβλ. ἀμφισβητέω Ι. 4.