ἀμφιφορίτης

English (LSJ)

[ι], ὁ, v. ἀμφορίτης.

Spanish (DGE)

v. ἀμφορίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιφορίτης: [ῑ], ὁ, - ἴδε ἐν λ. ἀμφορίτης.