ἀμφράσσαιτο

German (Pape)

[Seite 146] Od. 19, 391, s. ἀναφράζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἀναφράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφράσσαιτο: эп. 3 л. sing. aor. opt. к ἀναφράζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφράσσαιτο: ποιητ. εὐκτ., ἀόρ. α΄ τοῦ ἀναφράζομαι. Ὀδ. Τ. 390.

English (Autenrieth)

see ἀναφράζομαι.

Greek Monotonic

ἀμφράσσαιτο: γʹ ενικ. ευκτ. ποιητ. αορ. αʹ του ἀναφράζομαι.