ἀνάγνωμα

English (LSJ)

v. ἀνάγνωσμα.

German (Pape)

[Seite 184] τό, D. Hal. vi Dem. 22, = ἀνάγνωσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγνωμα: ἴδε ἐν λ. ἀνάγνωσμα.