ἀνάθρεψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, renewal, restoration in physiological sense, αἱ ἀ. σφαλεραί Hp.Aph.1.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Aph.1.3]
medic. restablecimiento, recuperación ἵνα πάλιν ἀρχὴν ἀναθρέψιος λαμβάνῃ τὸ σῶμα Hp.l.c., τὰ μόρια τοῦ σώματος ἄτροφα ... καὶ ἀναθρέψεως δεόμενα Gal.2.103.

German (Pape)

[Seite 188] ἡ, neue Nahrung, frisches Wachsthum, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάθρεψις: -εως, ἡ, ἡ ἐκ νέου θρέψις, Ἱππ. Ἀφ. 1243, ἴδε τὸ χωρίον.