ἀνάπλαστος

English (LSJ)

ἀνάπλαστον, that may be moulded, plastic, Gal. 18(1).670.

Spanish (DGE)

-ον
moldeable, plástico ἐστὶν ἀνάπλαστος τῶν ὀστῶν οὐσία Gal.18(1).670.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλαστος: -ον, ὅστις δύναται νὰ πλασθῇ εἰς σχῆμά τι, εὔπλαστος, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀνάπλαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να διαπλαστεί, να διαμορφωθεί, ο εύπλαστος.