ἀνάπτυχος

English (LSJ)

ἀνάπτυχον, = ἀνάπτυκτος, Arist.HA528a14.

Spanish (DGE)

var. por ἀναπτυκτός q.u.

German (Pape)

[Seite 204] was sich öffnen läßt, Arist. H. A. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπτῠχος: -ον, = ἀνάπτυκτος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 4.

Greek Monolingual

ἀνάπτυχος, -ον (Α)
ο ανάπτυκτος.