ἀνάτρητος

English (LSJ)

ἀνάτρητον, bored through, ἐμβάδες Suid.

Spanish (DGE)

-ον perforado ἐμβάδες Synes.Ep.52, Sud.

German (Pape)

[Seite 212] durchbohrt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάτρητος: -ον, ὁ διάτρητος, τετρυπημένος, Συνέσ. 189C.