η, ον, Dor. for ἀνήθινος: ἄνητον or ἄννητον, v. ἄνηθον.
v. ἀνήθινος.
[Seite 230] von Dill, = ἀνήθινος.
ἀνήτῐνος: Theocr. = ἀνήθινος.
ἀνήτινος: -η, -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀνήθινος: ἄνητον ἢ ἄννητον, ἴδε ἐν. λ. ἄνηθον.
ἀνήτινος, -η, -ον (Α)βλ. ανήθινος.