ἀνήῃ

English (LSJ)

v. ἀνίημι.

Spanish (DGE)

v. ἀνίημι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήῃ: (= ἀνῇ) эп. 3 л. sing. conjct. к ἀνίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήῃ: Ἐπ. γ΄ ἑν. πρ. τῆς ὑποτ. τοῦ ἀορ. τοῦ ἀνίημι (Ἰλ. Β. 34).

English (Autenrieth)

see ἀνίημι.

Greek Monotonic

ἀνήῃ: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἀνίημι.