attain to, εἰς δόξαν SIG560.16.
dud. alcanzar, llegar a τιμαί τ[ε] καὶ στεφάν[ο] ι εἰς δόξαν ἀνίκοντα (τᾶι) [πό] λ[ε] ι IM 46.16 (III a.C.).