ἀνίκω

English (LSJ)

attain to, εἰς δόξαν SIG560.16.

Spanish (DGE)

dud. alcanzar, llegar a τιμαί τ[ε] καὶ στεφάν[ο] ι εἰς δόξαν ἀνίκοντα (τᾶι) [πό] λ[ε] ι IM 46.16 (III a.C.).