ἀναγέννησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, regeneration, κόσμου Ph.2.489.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
regeneración ref. a los estoicos ἀ. κόσμου Ph.2.489, en sent. relig., Gr.Nyss.Bapt.Chr.224.6, del bautismo, Gr.Naz.M.36.165A.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, die Wiedergeburt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγέννησις: -εως, ἡ, ἀνάπλασις, μεταβολὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἀσεβοῦς εἰς εὐσεβῆ, Ἐκκλ. ἴδε Σουΐκερ (Suicer).