ἀναγνώρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἀναγνώρισις (recognition, dénouement), Hp. Flat. 14 ; — pl. ἀναγνωρίσματα, τά, tokens of recognition, Lat. crepundia, Charis. p. 550 K.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
reconocimiento como actividad de la inteligencia τὰ γὰρ μαθήματα καὶ τὰ ἀ. ἐθίσματά ἐστιν Hp.Flat.14.

German (Pape)

[Seite 184] τό, Wiedererkennungszeichen, Merkmal, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγνώρισμα: ατος τό опознавательный знак, признак Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγνώρισμα: -ατος, τό, = τῷ προηγ., Ψευδο-Ἱππ. 300. 30.

Greek Monolingual

το (Α ἀναγνώρισμα) ἀναγνωρίζω
η αναγνώριση
νεοελλ.
σύμβολο ή σημείο που οδηγεί σε αναγνώριση, χαρακτηριστικό.