ἀναδεικνύω

English (LSJ)

v. ἀναδείκνυμι.

Spanish (DGE)

mostrar, exhibir, εἴδωλον ἀνδρὸς ἀκέφαλον ἀναδεικνύουσι Plu.2.417e.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. ἀναδείκνυμι.