ἀναδομή
English (LSJ)
ἡ, rebuilding, Suid., Zonar.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 sent. dud. redistribución Sud., Zonar.
2 reconstrucción Zonar.
Greek Monolingual
ἀναδομή, η (Μ) ἀναδομῶ
το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός»)
ἡ, rebuilding, Suid., Zonar.
-ῆς, ἡ
1 sent. dud. redistribución Sud., Zonar.
2 reconstrucción Zonar.
ἀναδομή, η (Μ) ἀναδομῶ
το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός»)