ἀνακαμπτικός
English (LSJ)
ἀνακαμπτική, ἀνακαμπτικόν, returning, διαυλωνισμός Eust.1107.63.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que da la vuelta, διαυλωνισμός Eust.1107.64.
German (Pape)
[Seite 191] umbiegend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.