ἀνακολαφίς

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακολαφίς: -ίδος, ἡ, χιτὼν ὀρθοστάδιος, ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. σ. 238 καὶ 239 ἐν ὑποσημ. ).

Spanish (DGE)

ἡ lat. replica, Gloss.2.172.