ἀνακώχησις

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, bei Sp., wie App., dasselbe.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακώχησις: ἡ, «σύμπτωσις, ἀναπίεσις καὶ ἀνοχή» Ἐρωτ. Ἴδε ἀνοκωχή