ἀναληπτικῶς

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικῶς: κατὰ τρόπον προξενοῦντα ἀνάληψιν, δηλ. ἀνάρρωσιν, «διαιτᾶν ἀναληπτικῶς τὸν ἀσθενοῦντα» Γαλην.