ἀναμίγδην
English (LSJ)
Nic. Th.912, = ἀνάμιγδα.
Spanish (DGE)
v. ἀμμίγδην.
German (Pape)
[Seite 198] p. ἀμμίγδην, dass., Nic. Th. 912.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίγδην: ἀμμίγδην, ἀναμεμιγμένως, Νικ. Θ. 912.
Nic. Th.912, = ἀνάμιγδα.
v. ἀμμίγδην.
[Seite 198] p. ἀμμίγδην, dass., Nic. Th. 912.
ἀναμίγδην: ἀμμίγδην, ἀναμεμιγμένως, Νικ. Θ. 912.