ἀνανταγωνίστως

French (Bailly abrégé)

adv.
sans lutte.
Étymologie: ἀνανταγώνιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναντᾰγωνίστως: без борьбы или сопротивления (τυγχάνειν τῆς δόξης Plut.).

Spanish

indiscutiblemente