ἀναπάλη

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, name of a
A dance, Ath.14.631b.
II ἀναπάλαι χειρῶν, a form of exercise, Ruf.Ren.Ves.2.33.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
la anapala cierta danza que imitaba gestos del luchador, Ath.631b
en medic. ἀ. χειρῶν considerada como ejercicio, Ruf.Ren.Ves.2.33.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein Tanz, der die Wettkämpfe darstellte, Ath. XIV, 631 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπάλη: [πᾰ], ἡ, χορὸς κατ’ ἀπομίμησιν τῶν πέντε ἀγωνισμάτων τοῦ πεντάλθου, Ἀθήν. 631Β.

Greek Monolingual

η (Α ἀναπάλη) πάλη
(αρχ.-νεοελλ.) (στη φρ.) «αναπάλες χεριών», αρχ. «ἀναπάλαι χειρῶν», είδος γυμναστικής ασκήσεως
αρχ.
είδος χορού που οι κινήσεις του έμοιαζαν με γυμναστικές ασκήσεις.