ἀναπαιστοσπόνδειος

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαιστοσπόνδειος: ἀνάπαιστος καὶ σπονδεῖος υυ---, Τζέτζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τόμ. 3. σ. 311.