ἀναπεμπασμός

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπεμπασμός: ὁ, τὸ ἀναπεμπάζεσθαι, Μ. Ἀκομ. τόμ. Β΄, σ. 382, στίχ. 201, ἔκδ. Λ.