ἀναποδόω

English (LSJ)

A = ἀναποδίζω ΙΙ, ἀ. ἐπὶ τὴν μονάδα Plu.2.876f
II ἀναποδόομαι grow fresh feet, of scorpions, Lyd.Mag.1.42.

French (Bailly abrégé)

ἀναποδῶ :
remonter.
Étymologie: ἀνά, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναποδόω: ἀναποδίζω ΙΙ, ἀν. ἐπὶ τὴν μονάδα Πλούτ. 2. 876F.

Russian (Dvoretsky)

ἀναποδόω: возвращаться (ἐπί τι Plut.).