ἀναπολεμέω
English (LSJ)
renew the war, Str.17.3.15, Mon.Anc.Gr.15.8.
Spanish (DGE)
reemprender la guerra Str.17.3.15
•rebelarse, Mon.Anc.Gr.15.8.
German (Pape)
[Seite 203] den Krieg erneuern, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολεμέω: ἀνανεώνω τὸν πόλεμον, «ξαναπολεμῶ», Στράβ. 833, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 8· καὶ ἀναπολέμησις, εως, ἡ, Στράβ. 511.