ἀναπτυκτός

Spanish (DGE)

-όν
que puede abrirse de un tipo de moluscos bivalvos, Arist.HA 528a14 (u.l. ἀνάπτυκτα y ἀνάπτυχα), Arist.PA 683b15 (u.l. ἀναπτυκτικά).

Russian (Dvoretsky)

ἀναπτυκτός: могущий раскрываться (δίθυρα ὀστρακοδέρματα Arst.).