ἀναροτρίαστος

English (LSJ)

ἀναροτρίαστον, unploughed, γῆ EM175.36.

Spanish (DGE)

-ον
no arado o cultivado γῆ EM 175.36G., cf. Sch.Theoc.10.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναροτρίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀροτριασθείς, Ἐτυμ. Μ. 175, 36, ἐν λέξ. ἀφάροτος.