ἀνασμύχω

English (LSJ)

consume as by fire, of disease, Aret.SD1.1.

Spanish (DGE)

consumir Aret.SD 1.1.2.

German (Pape)

[Seite 207] aufschwelen, verdampfen lassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασμύχω: καταναλίσκω τι βραδέως ὡς διὰ ἡσύχου πυρός, «οὐ γὰρ τοῦ σώματος μοῦνον ἀπρὶξ λαβόμενον ταχὺ ἀνασμύχει τε καὶ δάπτει» Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1.