ἀναστείβω

English (LSJ)

tread under foot, AP7.544.

German (Pape)

[Seite 208] durchschreiten, δρυμόν Ep. ad. 644 (VII, 544).

Russian (Dvoretsky)

ἀναστείβω: проходить (через) (δρυμόν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστείβω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ στείβω, Ἀνθ. Π. 7. 544.

Greek Monotonic

ἀναστείβω: μέλ. -ψω, επιτετ. αντί στείβω, σε Ανθ.

Middle Liddell

strengthened for στείβω, Anth.