ἀναστοιχειόω

English (LSJ)

resolve matter into its elements, Chrysipp.Stoic.2.188, cf. Ph.1.501,477 (Pass.), Gal.1.508.

Spanish (DGE)

I descomponer en elementos, desintegrar τὴν διακόσμησιν Chrysipp.Stoic.2.188, αὐτὸν δυάδα ὄντα ... εἰς μονάδα Ph.2.179, cf. 1.501, ἀναστοιχειουμένου τοῦ λόγου Origenes Io.1.37, abs. Gal.1.508.
II 1restaurar, recomponer δεύτερος Ἀδὰμ (Cristo) ἀναστοιχειῶν τὸ γένος ... εἰς καινότητα ζωῆς Cyr.Al.M.68.1076D, τρόπον τινὰ τὸν νοῦν Origenes M.17.32D.
2 en v. med.-pas., c. prep. más ac. transformarse, convertirse por la alegoría (Χάλεβ) ἀναστοιχειωθεὶς εἰς ἡγημονικόν Origenes Hom.18.2 in Ios.p.407.21, ἀνεστοιχειοῦτο (Santa Helena) ἐπὶ τὴν ἄφθαρτον ... οὐσίαν Eus.VC 3.46, cf. Ph.1.477, εἰς ταῦτα Sch.Il.7.99
reducirse a τὸ αἰσθητὸν ὕδωρ πρὸς θείαν ... δύναμιν Ammon.Io.M.85.1408D, εἰς θάνατον Meth.Symp.3.6 (p.32.19).

German (Pape)

[Seite 209] wieder indie Elemente auflösen, Phil.; Suid. erkl. ἀναπλάττω, zurückbilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστοιχειόω: διαλύω πάλιν εἰς τὰ ἀρχικὰ στοιχεῖα, Φίλων 1. 501. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἀνακαινίζομαι, ἀναγεννῶμαι, Ὠριγ. κτλ.