ἀνασωρεύω

English (LSJ)

heap up, in Pass., Plb.8.33.5.

Spanish (DGE)

amontonar χοὸς ἀνασωρευομένου Plb.8.33.5.

German (Pape)

[Seite 210] aufhäufen, Pol. 8, 35.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασωρεύω: нагромождать, наваливать (χόος ἀνασωρευόμενος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασωρεύω: συσσωρεύω, παθ. τοῦ χοὸς ἀνασωρευομένου Πολύβ. 8. 35, 5.

Greek Monolingual

ἀνασωρεύω)
συσσωρεύω.