ἀνατιναγμός

English (LSJ)

ὁ, shaking violently, LXX Na.2.10(11).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ temblor, estremecimiento LXX Na.2.11.

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, das in die Höhe Schleudern, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῐναγμός: ὁ, ἰσχυρὰ ἀνατίναξις, βιαία διάσεισις, Ἑβδ. - καθ’ Ἡσυχ. «μετάστασις, μετακίνησις».