ἀνατοκισμός

English (LSJ)

ὁ, compound interest, anatocism, Cic.Att.5.21.11, CIL10.3334.30 (Puteoli, iii A. D.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
interés compuesto Cic.Att.11.411, CIL 10.3334.30 (Pozzuoli III a.C.).

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, Zins von Zins.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατοκισμός:сложные проценты Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατοκισμός: ὁ, τὸ ἐπιβάλλειν τόκον ἐπὶ τόκου, ἀνατοκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Κικ. π. Ἀττ. 5. 21, 11, Ἐπιγρ. Ὀρελλ. 4405.

Greek Monolingual

ο
η παραγωγή τόκου επί κεφαλαιοποιημένων τόκων.