ἀνατόλιος

English (LSJ)

poet. ἀντόλιος, η, ον, = ἀνατολικός (eastern, opening at sunrise), ἄρουρα Nonn. D. 25.98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατόλιος: ποιητ. ἀντόλιος η, ον, = τῷ προηγ., ἐν ἀντολίῃ μὲν ἀρούρῃ Νόνν. Δ. 25. 98.