ἀναφορμίζομαι

English (LSJ)

play a prelude, Apollon.Lex. s.v. ἀνεβάλλετο.

Spanish (DGE)

tocar un preludio Apollon.Lex.426.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορμίζομαι: ἀνακρούομαι, «ἀνεβάλλετο, ἀνεφορμίζετο, προοιμιάζετο» Ἀπολλωνίου Λεξικ. ἐν λέξ. ἀνεβάλλετο, σ. 126.